Η εμπερίεξη ως ένας ψυχοθεραπευτικός τόπος συνύπαρξης

γράφει η Βέρα Ξηρόπητα

  Ένας ιδιαίτερος όρος που συναντάται στη ψυχοδυναμική θεωρία και κλινική πρακτική, είναι η σημαίνουσα έννοια ¨εμπερίεξη¨ (containment). Εισήχθη από τον Άγγλο ψυχαναλυτή Wilfrend Bion, και δηλώνει την οριοθέτηση, το ασφαλές αγκάλιασμα της εμπειρίας και του συναισθήματος.Ο Bion επεξηγεί την έννοια μέσα από τη μεταφορά του δοχείου και του περιεχομένου του, με το δοχείο να λειτουργεί ως φίλτρο διαχείρισης των δυσφορικών συναισθημάτων, ώστε το περιεχόμενο να μένει ασφαλές και να βιώνεται ως τέτοιο.

Κατά αναλογία, η μητέρα εμπεριέχει τα κατακλυσμιαία και μη, συναισθήματα του βρέφους. Τη στιγμή λοιπόν που το βρέφος δεν είναι σε θέση να αντέξει τούτα τα συναισθήματα, το τεταμένο, δηλαδή, εσωτερικό του βίωμα, “σώζεται” χάρη στη παρουσία της μητέρας του. Συγκεκριμένα, η μητέρα έχει την ικανότητα να επεξεργάζεται, να αποτοξινώνει και να αποδίδει νόημα σε τούτα τα συναισθήματα, επιστρέφοντάς τα πίσω, ως υποφερτά.

Η μητέρα υποδέχεται στο δικό της ψυχικό κόσμο, ό,τι επώδυνο, δυσβάσταχτο και ακατέργαστο αναβλύζει από τον ψυχισμό του βρέφους. Η επαγρύπνουσα παρουσία της,  καρτερά, υποδέχεται και μεταβολίζει το σύνολο της συνασθηματικής εμπειρίας του, λειτουργώντας σαν “αλεξικέραυνο” που συλλέγει και απωθεί τις τοξικές και καταστροφολογικές ποιότητες των πρώτων “υπαρξιακών ξυπνημάτων” του.

Μέσα από τούτες τις λειτουργικές ποιότητες της αποδεκτικότητας της μητέρας στις εμπειρίες του παιδιού, επέρχεται η αίσθηση της γαλήνης και της παρηγοριάς. Παράλληλα. η στάση της μητέρας, παραδίδει σταδιακά στο παιδί ένα σπουδαίο μάθημα: ότι κι εκείνο μπορεί να υιοθετεί εντός του τούτο το τρόπο αντιμετώπισης απέναντι στα δυσφορικά συναισθημάτα της εμπειρίας του.

Ο μηχανισμός του ¨φιλτραρίσματος¨ που μαθαίνει σιγά σιγά το παιδί να εσωτερικεύει στο δικό του κόσμο παράγει έναν νοηματοδοτημένο χώρο.Έναν ψυχικό χώρο όπου εντός του δύνανται να συν-μπεριληφθούν και να αντιμετωπιστούν οι εμπειρίες του και το σύνολο των συναισθημάτων του.

Τούτο το καθρέφτισμα της μητέρας προς το βρέφος, συγκροτεί μία ουσιώδης σχέση, μέσα από την οποία, το παιδί είναι σε θέση να αντιληφθεί όχι μόνο τη δική του ψυχική κατάσταση, αλλά και των άλλων. Αποκτώντας, σταδιακά την ικανότητα για συναισθηματική αυτορρύθμιση και για έλεγχο των παρορμήσεών του. Η εμπεριέξη, το κράτημα, ως μεταβολιστικές, ανταποκριτικές πρακτικές της μητρικής λειτουργίας, δημιουργούν έναν τόπο νοηματοδοτημένης και επανανοηματοδοτούμενης σχέσης με τον εαυτό, τον άλλο και τον κόσμο.

Το παιδί που μεγαλώνει σε ένα εμπεριεκτικό περιβάλλον, εξελίσσεται στην πορεία, σε έναν συγκροτημένο ενήλικα, που είναι σε θέση να κατανοήσει και να προβλέψει τη συμπεριφορά των άλλων, αλλά πρωταρχικά, είναι σε θέση να κατανοεί και να βιώνει το δικό του εσωτερικό κόσμο. Μέσα από αυτές τις δυνατότητες και ικανότητες, ένας ενήλικας δύναται να συνδέσει γεγονότα, σκέψεις και συναισθήματα, αποδίδοντάς τους ένα νόημα, ανα-λαμβάνοντας δράση.

Tα συναισθήματα που προβάλει το παιδί, όπως ο πόνος, ο φόβος, η θλίψη, εμπεριέχονται από τη μητέρα και με τον ίδιο τρόπο μπορούν να εμπεριεχθούν από τον θεραπευτή που βρίσκεται εκεί και ακούει. Στη μετασχηματιστική πράξη της μητέρας να επιστρέφει στο βρέφος αποτοξινωμένα τα δυσβάσταχτα συναισθήματά του δημιουργείται η αίσθηση ότι εκείνο γίνεται κατανοητό. Έτσι, οι εμπειρίες του, φιλτραρισμένες και κατανοητές, αποκτούν ένα περιεχόμενο, γεγονός που οδηγεί στην ενδοβολή της μητέρας του, του μητρικού αντικειμένου του, που “κατοικώντας” εντός του, καθίσταται ικανό να καταπραΰνει το άγχος του.

Επιστρέφοντας στη συνθήκη της ψυχοθεραπείας, η εμπερίεξη αφορά μία διαδικασία σε εξέλιξη και παραγωγή, μία δυναμική προς ολοκλήρωση. Εστιάζει στη συναισθηματική εξέλιξη, η οποία αποτελεί και ραχοκοκαλιά της ψυχοθεραπευτικής διαδικασίας και παρέμβασης. Στην πραγμάτωση της εμπεριέξης και της συναισθηματικής ολοκλήρωσης επιδρά καταλυτικά η θεραπευτική σχέση, η οποία αποτελεί κάθε φορά ένα διακύβευμα επίσης προς δια-πραγμάτευση.

Η ψυχοδυναμική οπτική στη προσέγγιση των αντικειμενοτρόπων σχέσεων, αναδεικνύει τη δυναμική του ψυχικού οργάνου σε αγαστή συνέργεια με ένα εξωτερικό αντικείμενο που δεν είναι παρά ο Άλλος πέρα από εμάς. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η μητέρα, ο σημαντικός Άλλος, η τροφός, ο φροντιστής.

Διαφαίνεται εδώ η εγελιανή φιλοσοφική οπτική από όπου αντλεί η ψυχανάλυση (και) ορισμένες από τις μετέπειτα προσεγγίσεις της, για το ζήτημα της ύπαρξης και της αυτοπραγμάτωσης. Στην εγελιανή προσέγγιση, ο άνθρωπος είναι ξένος μέσα στον οίκο του είναι:  “η ύπαρξη είναι μια εξορία”, που περνά μέσα από την αλλοτρίωση, εγγενής στη συνείδηση, και πιο πολύ στην ικανότητα να σκέφτεται πάντα έξω και απέναντι στον εαυτό ώστε να μπορέσει τελικά να περάσει στην αυτοσυνείδηση και την αυτοπραγμάτωση.

“Η μετάθεση στο αυθεντικό Είναι απαιτεί την υπαρξιακή πράξη. Ο άνθρωπος δεν είναι παρά το έργο που έχει εκπληρώσει”: στην πραγμάτωση της εμπερίεξης, η ολοκλήρωση περνά μέσα από τον σημαντικό Άλλο και ειδικότερα μέσα από την σχέση με τον Άλλο. Τα κατακλυσμιαία συναισθήματα της ύπαρξης του παιδιού πρέπει να διατρέξουν την απόσταση ανάμεσα -και σε σχέση με τη μητέρα-, να επιστρέψουν, σμιλεμένα από την ύπαρξη εκείνης, για να ξεκινήσουν το εσωτερικό ταξίδι του βιώματος της δικής του ύπαρξης και αυτοσυνειδήσης.

Το ότι όλα τα έβια όντα περνούν μέσα από τούτη την σχέση και εμπειρία επιχειρώντας να την κατοικήσουν με επιτυχία ή χωρίς, σημαίνει ότι η ζωή, η διαβίωση και η συμβίωση ενδύονται με μία εν δυνάμει ικανότητα των υποκειμένων να αγαπήσουν και να αγαπηθούν. Θα μπορούσε να ειπωθεί, επομένως, πολύ συνοπτικά, ότι η ψυχοθεραπευτική διαδρομή και σχέση περιγράφει και ενέχει μία ψυχική επιτράτεια όπου αναβρίσκονται τα στοιχεία που απαιτούνται για να ολοκληρωθεί μια τέτοια ικανότητα.

search previous next tag category expand menu location phone mail time cart zoom edit close